Θρακιώτης

Θρακιώτης
ο , Θρακιώτισσα η фраки|ец, -йка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "Θρακιώτης" в других словарях:

  • Θρακιώτης — ο, θηλ. ώτισσα ο κάτοικος τής Θράκης ή αυτός που κατάγεται από τη Θράκη …   Dictionary of Greek

  • Θρακιώτης — ο θηλ. ισσα ο κάτοικος της Θράκης ή ο καταγόμενος από αυτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Θρακιώτης, Κώστας — (Αλεξανδρούπολη 1909 – 1994). Φιλολογικό ψευδώνυμο του κριτικού και λογοτέχνη Θαλή Προδρόμου. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρόμησε ως εκπαιδευτικός σε ιδιωτικά σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ δίδαξε… …   Dictionary of Greek

  • Θραξ — ο (ΑΜ Θρᾷξ, ακός και Θρῆϊξ, ήϊκος και Θρῇξ, ῃκός, θηλ. Θρᾷσσα και Θρᾷττα και Θρήϊσσα και Θρῇσσα και Θρέϊσσα) ο κάτοικος τής Θράκης ή αυτός που κατάγεται από τη Θράκη, ο Θρακιώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • θρακιώτικος — η ο [θρακιώτης] θρακικός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»